- κοπρανουρία
- ηη αποβολή διά μέσου τής ουρήθρας κοπρανωδών ουσιών αναμεμιγμένων με τα ούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. fecaluria < fecal-, που αποδίδεται ως κοπραν- (< κόπρανο), + -uria (πρβλ. ουρία)].
Dictionary of Greek. 2013.